Στραγγίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στραγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estancar, libélula, drenagem, dreno, esgotar, torcer, torça, wring, arrancar, esprema
Στραγγίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στραγγίζω

στραγγίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στραγγίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στραβά στα πορτογαλικά - errado, torto, awry, mal, viés
  • στραβός στα πορτογαλικά - torto, irónico, irônico, irónico da, irónico do
  • στραγγαλίζω στα πορτογαλικά - sufocar, engasgar, esganar, estrangule, desconhecido, abafar, estrangular, ...
  • στραμπουλίζω στα πορτογαλικά - torcer, casta, raça, retorcer, toada, carriça, melodia, ...
Τυχαίες λέξεις
Στραγγίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estancar, libélula, drenagem, dreno, esgotar, torcer, torça, wring, arrancar, esprema