Οχετός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οχετός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgotar, drenagem, libélula, estancar, dreno, canal, drenar, escorrer, drene, escorra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οχετός
κιβωτοειδής οχετός, πλακοσκεπής οχετός, οχετός συνωνυμο, σωληνωτός οχετός, οχετός λεξικό, οχετός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οχετός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οφείλω στα πορτογαλικά - aniquilar, dever, deva, oprima, acabrunhar, deve, devem, ...
- οφθαλμός στα πορτογαλικά - olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, ...
- οχιά στα πορτογαλικά - víbora, Viper, víbora de, da víbora, a víbora
- οχυρό στα πορτογαλικά - fortaleza, bastião, reduto, baluarte, stronghold
Τυχαίες λέξεις
Οχετός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esgotar, drenagem, libélula, estancar, dreno, canal, drenar, escorrer, drene, escorra
Μεταφράσεις: esgotar, drenagem, libélula, estancar, dreno, canal, drenar, escorrer, drene, escorra