Δράμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δράμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgotar, drama, estancar, dreno, teatro, drama de, o drama, do drama
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δράμα
δράμα ξάνθη, δράμα 86, δράμα νέα, δράμα πληθυσμός, δράμα καιρός, δράμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δράμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δούλος στα πορτογαλικά - cativo, escravo, chacinar, escravos, escrava, de escravos, slave
- δράκος στα πορτογαλικά - dragão, do dragão, de dragão, dragão de, dragão do
- δράση στα πορτογαλικά - acácio, actividade, acção, façanha, ação, de acção, medidas, ...
- δράστης στα πορτογαλικά - culpado, perpetrador, autor, agressor, agente, criminoso
Τυχαίες λέξεις
Δράμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esgotar, drama, estancar, dreno, teatro, drama de, o drama, do drama
Μεταφράσεις: esgotar, drama, estancar, dreno, teatro, drama de, o drama, do drama