Empilhar στα ελληνικά
Μετάφραση: empilhar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, στοίβας, stack
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- empatar στα ελληνικά - τίγρης, να σπάσει, σπάσει, σπάσουν, διάλειμμα, να σπάσουν
- empate στα ελληνικά - έλκω, τραβώ, επισύρω, ζωγραφίζω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
- emplastro στα ελληνικά - λευκοπλάστης, γύψος, πλαστικός, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου
- empreenda στα ελληνικά - αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
Τυχαίες λέξεις
Empilhar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, στοίβας, stack
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, σωρός, καπνοδόχος, στοίβα, στοίβας, stack