Συσσωρεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συσσωρεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amontoar, acumular, empilhar, montão, pilha, heap, monte, de heap
Συσσωρεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσσωρεύω

συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συσσωρεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συσσωμάτωμα στα πορτογαλικά - totalitário, total, agregado, agregada, global, agregados, conjunto
  • συσσωματώνω στα πορτογαλικά - encarnar, incorporar, incorporam, encarnam, personificam
  • συσσώρευση στα πορτογαλικά - reunião, grupo, colecção, amontoamento, acumulação, acúmulo, acumulação de, ...
  • συστέλλομαι στα πορτογαλικά - contratar, contratos, contrair, contrato, murchar, shrivel, encolhem, ...
Τυχαίες λέξεις
Συσσωρεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amontoar, acumular, empilhar, montão, pilha, heap, monte, de heap