Enfraquecimento στα ελληνικά
Μετάφραση: enfraquecimento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, ελάττωση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- enforcar στα ελληνικά - ομίχλη, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
- enfraquecer στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, κοπάζω, μειώνω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, ...
- enfraqueça-se στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, Είναι, Η, Το, Θα, Πρόκειται
- enfrentar στα ελληνικά - αντικρίζω, αντιμετωπίζω, κύρος, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Enfraquecimento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, ελάττωση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
Μεταφράσεις: μείωση, ελάττωση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση