Ελάττωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enfraquecimento, abatimento, desconto, redução, redução de, diminuição, de redução, a redução
Ελάττωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελάττωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα πορτογαλικά - pequeno, jovem, infância, criança, menor, menores, pequena, ...
  • ελάττωμα στα πορτογαλικά - carência, falta, falha, defeito, defeitos, defeito de, vício, ...
  • ελάφι στα πορτογαλικά - profundamente, animal, veado, cervo, veados, cervos, dos cervos
  • ελάχιστος στα πορτογαλικά - minimizar, mínimo, mínima, mínimos, mínimo de, mínimas
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: enfraquecimento, abatimento, desconto, redução, redução de, diminuição, de redução, a redução