Μείωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μείωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebater, descontinuar, desconto, abaixar, decrescer, abatimento, enfraquecimento, diminuição, decoração, redução, redução de, de redução, a redução
Μείωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μείωση

μείωση μισθώματος, μείωση χοληστερόλης, μείωση τριχοφυΐας, μείωση εισφορών, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μείωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαύρος στα πορτογαλικά - negro, preto, preta, negra, branco
  • με στα πορτογαλικά - com, bruxa, talvez, com o, com a, de
  • μεγάθυμος στα πορτογαλικά - magnanimousness
  • μεγάλος στα πορτογαλικά - longo, magno, maiúsculo, eminente, gramática, só, excelente, ...
Τυχαίες λέξεις
Μείωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rebater, descontinuar, desconto, abaixar, decrescer, abatimento, enfraquecimento, diminuição, decoração, redução, redução de, de redução, a redução