Estrito στα ελληνικά
Μετάφραση: estrito, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, εκδύω, γυμνώνω, χτυπώ, απεργία, αυστηρή, αυστηρές, τις αυστηρές, αυστηρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- estrepe στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, αγκάθι, βατράχιο, ανέκτη, ανέκτη είναι
- estria στα ελληνικά - εκδύω, ταινία, ράβδωση, γυμνώνω, νεύρωση, πλευρού, rib, ...
- estrondo στα ελληνικά - βρόντος, γδούπος, βροντώ, κρότος, Bang, Έκρηξη, κτύπημα, ...
- estrume στα ελληνικά - κοπριά, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο
Τυχαίες λέξεις
Estrito στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, εκδύω, γυμνώνω, χτυπώ, απεργία, αυστηρή, αυστηρές, τις αυστηρές, αυστηρό
Μεταφράσεις: αυστηρός, εκδύω, γυμνώνω, χτυπώ, απεργία, αυστηρή, αυστηρές, τις αυστηρές, αυστηρό