Χτυπώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: χτυπώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atingir, tocar, ferimento, alcançar, ferir, bater, percutir, cadência, inconveniente, ferida, açoitar, acertar, apressar, malhar, dano, história, golpe, SWAT, da SWAT, golpear, pancada
Χτυπώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χτυπώ

χτυπώ κάρτα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ ή χτυπώ, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χτυπώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • χτενίζω στα πορτογαλικά - pentear, pente, comb, pente de, favo
  • χτυπητήρι στα πορτογαλικά - batedor, batedeira, batedor de, beater, do batedor
  • χτύπημα στα πορτογαλικά - sopro, golpe, acariciar, pancada, soprar, procurar, curso, ...
  • χυδαίος στα πορτογαλικά - vulgar, vulgares, ordinário, vulgo
Τυχαίες λέξεις
Χτυπώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atingir, tocar, ferimento, alcançar, ferir, bater, percutir, cadência, inconveniente, ferida, açoitar, acertar, apressar, malhar, dano, história, golpe, SWAT, da SWAT, golpear, pancada