Αυστηρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αυστηρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrito, são, esticador, entristece dor, popa, sombrio, severo, hirto, direita, desagradável, diversos, teso, austero, madrasta, nebuloso, rigoroso, grave, severa, graves, severas
Αυστηρός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυστηρός

αυστηρός συνώνυμα, αυστηρός μετάφραση, αυστηρός συνώνυμο, αυστηρός ρυθμός, αυστηρόσ ετυμολογία, αυστηρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυστηρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αυξομειώνω στα πορτογαλικά - flutua, oscila, varia, flutuar, flutuam
  • αυστηρά στα πορτογαλικά - estritamente, rigorosamente, estrita, estrito, rigor
  • αυστηρότητα στα πορτογαλικά - rigor, strictness, rigidez, severidade, exatidão
  • αυτά στα πορτογαλικά - os, as, eles, elas, lhes, dele, estes, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estrito, são, esticador, entristece dor, popa, sombrio, severo, hirto, direita, desagradável, diversos, teso, austero, madrasta, nebuloso, rigoroso, grave, severa, graves, severas