Existência στα ελληνικά
Μετάφραση: existência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξοδος, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eximir στα ελληνικά - άσκηση, απαλλάσσω, απαλλαγμένος, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, ...
- existir στα ελληνικά - διανύω, υπάρχω, ύπαρξη, βρίσκομαι, είμαι, υπάρχουν, υπάρχει, ...
- existências στα ελληνικά - αποθηκεύω, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, βάζω, αποθέματα, αποθεμάτων, ...
- exorbitar στα ελληνικά - υπερβαίνω, ξεπερνώ, πέραν, πέρα, πέρα από, που υπερβαίνουν, υπερβαίνουν
Τυχαίες λέξεις
Existência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξοδος, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
Μεταφράσεις: έξοδος, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη