Λέξη: διέγερση

Σχετικές λέξεις: διέγερση

διέγερση ατόμου, διέγερση ηλεκτρονίου, διέγερση ωοθηκών, διέγερση ατόμων, διέγερση του ατόμου, διέγερση των ωοθηκών, διέγερση γεννήτριας, διέγερση συνώνυμα, διέγερση άντρα, διέγερση γυναίκας

Μεταφράσεις: διέγερση

διέγερση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excitement, stimulation, excitation, stimulating, induction, stimulation of

διέγερση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agitación, emoción, excitación, estímulo, estimulación, la estimulación, de estimulación, estimulación de

διέγερση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansteuerung, antrieb, reizung, reiz, heiterkeit, stimulation, freude, frohsinn, fröhlichkeit, anregung, ansporn, aufregung, vorspiel, erregung, belebung, anreiz, Stimulation, Anregung, Stimulierung

διέγερση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agitation, énervement, stimulation, incitation, irritation, excitation, gaieté, stimulant, exaltation, la stimulation, une stimulation, de stimulation, stimulation de

διέγερση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccitazione, stimolazione, stimolo, la stimolazione, di stimolazione, stimoli

διέγερση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excitar, suscitar, excitação, permutar, vender, cambiar, troca, estimulação, estímulo, a estimulação, de estimulação, estimula�o

διέγερση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onrust, prikkel, beroering, opwinding, stimulatie, stimulering, stimuleren, de stimulatie, stimulatie van

διέγερση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стимул, азарт, потрясение, переживание, волнение, поощрение, экзальтация, возбуждение, стимуляция, стимулирование, побуждение, раздражение, приподнятость, стимуляции, стимулирования

διέγερση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spenning, sinnsbevegelse, opphisselse, stimulering, stimuler, stimuleringen, stimulerings

διέγερση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upphetsning, uppståndelse, sinnesrörelse, stimulering, stimulans, stimuleringen, stimulerings

διέγερση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihdytys, alkusysäys, mielenliikutus, mieltenkuohu, esileikki, ärsyke, virike, jännitys, sysäys, kiihtymys, stimulaatio, stimulaatiota, stimulaation, stimulointi, kannustaminen

διέγερση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stimulation, stimulering, stimuleringen, stimulere

διέγερση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stimulace, podráždění, dráždění, buzení, podrážděnost, rozechvění, vzrušení, rozčilení, povzbuzení, vzruch, stimulaci, stimulační, stimulací

διέγερση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stymulacja, wzbudzenie, pobudzenie, bieganina, atrakcja, zdenerwowanie, podniecenie, denerwowanie, wzbudzanie, podnieta, ekscytacja, alteracja, podekscytowanie, wzruszenie, pobudzanie, podrażnienie, stymulacji, stymulację

διέγερση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ösztökélés, serkentés, stimuláció, ingerlés, stimulációs, stimulálása, stimulálás

διέγερση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heyecan, uyarım, stimülasyon, stimülasyonu, uyarılması, uyarımı

διέγερση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, збудження, подразнення, заохочення, зворушення, стимуляція

διέγερση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stimulim, stimulimi, nxitja, stimulimit, stimulimin

διέγερση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стимулиране, стимулация, стимулирането, стимулиране на, стимулацията

διέγερση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стымуляцыя

διέγερση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edendamine, stimuleerimine, ergutamine, erutus, stimulatsiooni, stimulatsioon, stimuleerimist, stimuleerimise

διέγερση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrabrenje, pretvaranje, bodrenje, uzbuđenje, zanimljivost, stimulacija, poticanje, stimulacije, stimulaciju, stimuliranje

διέγερση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
örvun, örva, örvunar, að örva

διέγερση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susijaudinimas, stimuliavimas, stimuliacija, skatinimas, stimuliacijos, stimuliavimo

διέγερση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stimulācija, stimulēšana, stimulācijas, stimulāciju, stimulēšanu

διέγερση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стимулација, стимулирање, поттикнување, стимулацијата, стимулација на

διέγερση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agitaţie, stimul, stimulare, stimularea, de stimulare, stimulării, stimulare a

διέγερση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stimulacija, stimulacije, stimulacijo, spodbujanje, spodbuda

διέγερση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnet, vzrušení, stimulácia, stimulácie, stimuláciu, podnecovanie, stimulovanie
Τυχαίες λέξεις