Λέξη: εφάπτομαι
Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι
άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english
Συνώνυμα: εφάπτομαι
φιλώ, ασπάζομαι
Μεταφράσεις: εφάπτομαι
εφάπτομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abut, adjoin, osculate
εφάπτομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrimar, lindar, confinar, osculate
εφάπτομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angrenzend, angrenzen, grenzen, osculate
εφάπτομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apposer, adhérer, voisiner, coller, avoisiner, attacher, raccorder, annexer, ajouter, joindre, osculate
εφάπτομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osculare, osculate
εφάπτομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oscular, beijar, osculate, ter caracteres comuns
εφάπτομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belenden, osculeren, osculate
εφάπτομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соединить, опираться, соединять, присоединить, присоединять, примыкать, граничить, упираться, прилегать, соседствовать, целоваться
εφάπτομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdistää, yhdistyä, osculate
εφάπτομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připojit, sousedit, hraničit, osculate
εφάπτομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dołączyć, graniczyć, opierać, przyłączyć, stykać, sąsiadować, dopisać, przylegać, stykać się, mieć wspólne cechy
εφάπτομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csókolódzik, több ponton érint
εφάπτομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanmak, öpmek, ilgisi olmak, ortak özellikleri olmak, ortak özellikleri
εφάπτομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'єднати, спиратися, примкніть, приєднати, опиратись, спиратись, межуйте, приєднувати, цілуватися, цілуватись
εφάπτομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
puth, ngjitem, ngjitem me, puthet
εφάπτομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допирам, целувам се, сроден съм
εφάπτομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цалавацца
εφάπτομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirnema, külgnema, osculate
εφάπτομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripojiti, graničiti, pristupiti, pogrdan, uvredljiv, sastaviti, izopačen, poljubiti, cjelivati, prisno se dodirivati, dodirivati se u više točaka od jedne
εφάπτομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Susidurti, Turėti bendrų bruožų, bendrų bruožų
εφάπτομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saskarties
εφάπτομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oscila
εφάπτομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osculate
εφάπτομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osculate