Fatigado στα ελληνικά
Μετάφραση: fatigado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, καιρός, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Μεταφράσεις
- fatia στα ελληνικά - γλιστρώ, τσουλήθρα, φέτα, κομμάτι, φέτας, slice, φετών
- fatiga στα ελληνικά - κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
- fatigar στα ελληνικά - κόπωση, κουράζω, κούραση, κόπος, εξαντλώ, κουρασμένος, κουρασμένο, ...
- fato στα ελληνικά - βολικός, κατάλληλος, εκδρομή, πρόσφορος, αρμόζω, τοποθετώ, γεγονός, ...
Τυχαίες λέξεις
Fatigado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, καιρός, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, καιρός, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα