Finalmente στα ελληνικά
Μετάφραση: finalmente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομπρέλα, τελικά, χρηματοδοτώ, τουλάχιστον, τουλάχιστον το, τουλάχιστο
Μεταφράσεις
- finalidade στα ελληνικά - σκοπός, πορτοφόλι, γκολ, στόχος, στόχο, στόχου, ο στόχος
- finalizar στα ελληνικά - τερματισμός, τέλος, ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, τελειώνω, άκρο, ...
- financeiro στα ελληνικά - ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, ...
- financiador στα ελληνικά - χρηματοδότης, χρηματοδότη, χρηματιστής, οικονομολόγος, ταμειακές
Τυχαίες λέξεις
Finalmente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομπρέλα, τελικά, χρηματοδοτώ, τουλάχιστον, τουλάχιστον το, τουλάχιστο
Μεταφράσεις: ομπρέλα, τελικά, χρηματοδοτώ, τουλάχιστον, τουλάχιστον το, τουλάχιστο