Fixar στα ελληνικά
Μετάφραση: fixar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, φτιάχνω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fiscalizar στα ελληνικά - εποπτεύω, ανασκόπηση, επιζώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, επιτηρώ, έλεγχος, ...
- fita στα ελληνικά - παράσημο, μετάλλιο, στολισμός, ρύζι, εκδύω, γυμνώνω, κορδέλα, ...
- fixo στα ελληνικά - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
- flagelo στα ελληνικά - μαστίζω, πληγή, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα
Τυχαίες λέξεις
Fixar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, φτιάχνω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις: αποφασίζω, φτιάχνω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει