Forçar στα ελληνικά

Μετάφραση: forçar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, βία, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Forçar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fortuna στα ελληνικά - ευτυχία, σαράντα, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
  • força στα ελληνικά - τονίζω, βία, ενισχύω, τόνος, δύναμη, καρδαμώνω, ρώμη, ...
  • fossa στα ελληνικά - τάφρος, χαντάκι, λάκκος, βόθρου, βόθρο, βοθρίου
  • foto στα ελληνικά - φωτογραφία, έκθεση, φωτογραφίζω, η φωτογραφία, φωτογραφιών, photo, διαθέσιμη φωτογραφία
Τυχαίες λέξεις
Forçar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, βία, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν