Imperfeito στα ελληνικά
Μετάφραση: imperfeito, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελλειπτικός, παριστάνω, ελαττωματικός, συνηγορία, άμυνα, ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imperativo στα ελληνικά - προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
- imperecível στα ελληνικά - αιώνιος, ενδελεχής, παντοτινός, άφθαρτος, άφθαρτο, άφθαρτη, άφθαρτα, ...
- impermeabilizar στα ελληνικά - κύμα, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
- impermeável στα ελληνικά - ανατρέφω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, ...
Τυχαίες λέξεις
Imperfeito στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελλειπτικός, παριστάνω, ελαττωματικός, συνηγορία, άμυνα, ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
Μεταφράσεις: ελλειπτικός, παριστάνω, ελαττωματικός, συνηγορία, άμυνα, ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές