Impermeável στα ελληνικά
Μετάφραση: impermeável, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέφω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imperfeito στα ελληνικά - ελλειπτικός, παριστάνω, ελαττωματικός, συνηγορία, άμυνα, ατελής, ατελή, ...
- impermeabilizar στα ελληνικά - κύμα, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
- impertinente στα ελληνικά - αλαζόνας, υπερόπτης, αλαζονικός, υπεροπτικός, αυθάδης, ασεβής, θράσος, ...
- impertinência στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, αυθάδεια, αναίδεια, θράσος, ανεπίτρεπτο, αυθάδειά
Τυχαίες λέξεις
Impermeável στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέφω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
Μεταφράσεις: ανατρέφω, σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες