Incêndio στα ελληνικά
Μετάφραση: incêndio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτιά, πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incumbir στα ελληνικά - φροντίδα, κατηγορία, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
- incutir στα ελληνικά - συνιστώ, προτείνω, συμβουλεύω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, ...
- indagar στα ελληνικά - ερευνώ, εξέταση, ερωτώ, ανάκριση, έρευνα, ερώτηση, ενημερωθείτε, ...
- indeferir στα ελληνικά - σκουπίδια, απορρίπτω, αγνοήσει, παρακάμψει, ανατρέψει, υπερισχύουν, ακυρώνει
Τυχαίες λέξεις
Incêndio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτιά, πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: φωτιά, πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός