Λέξη: κατσικάκι
Σχετικές λέξεις: κατσικάκι
κατσικάκι στο φούρνο, κατσικάκι συνταγές, κατσικάκι με πατάτες, κατσικάκι με τσικουδιά, κατσικάκι με αγκινάρες, κατσικάκι στη λαδόκολλα, κατσικάκι κλέφτικο στη λαδόκολλα με λιωμένο κεφαλοτύρι και πατάτες, κατσικάκι φρικασέ, κατσικάκι κλέφτικο, κατσικάκι στη γάστρα
Συνώνυμα: κατσικάκι
παιδί, κατσίκι, δέρμα αιγός, δέρμα από κατσίκι, πιτσιρίκι
Μεταφράσεις: κατσικάκι
κατσικάκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kid, goat, lamb, goat meat, baby goat
κατσικάκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bromear, chancear, niño, chaval, chico, cabrito, muchacho, del cabrito
κατσικάκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kid, kind, gör, bursche, ziegenleder, junge, Kind, Junge, Kindes
κατσικάκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rigoler, mioche, bambin, gamin, jeune, rire, gosse, chevreau, loupiot, moutard, badiner, un, enfant, plaisanter, biquet, garçon, enfants, kid
κατσικάκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bambina, bambino, ragazzo, capretto, ragazzino, kid
κατσικάκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, miúdo, kid, menino miúdo
κατσικάκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kind, geitje, kid, jong geitje, jongen
κατσικάκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надувать, ребёнок, девчонка, трунить, ягниться, лайка, ребенок, младенец, шевро, высмеивать, малыш, ребенком, парень, малыша
κατσικάκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barn, kid, gutt, barne, ungen, gutten
κατσικάκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unge, barn, kid, ungen
κατσικάκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mukula, napero, ipana, kili, tenava, kakara, poika, lapsi, Lasten, kid, lapsena
κατσικάκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mindreårig, barn, kid, knægt, dreng, barnet
κατσικάκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žertovat, škvrně, děcko, harant, mrně, dítě, kluk, mladýh, kid
κατσικάκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziecię, smyk, nabierać, koźlątko, malec, bachor, dziecko, maluch, berbeć, koźle, młokos, dzieciak, żartować, śmierdziuch, koźlę, kid, dzieckiem
κατσικάκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gödölye, gyerek, matrózcsajka, kecskegida, gida, glaszé, sevró, kölyök, gyereket, srác, a gyerek
κατσικάκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çocuk, evlat, bir çocuk, kid, çocuğun
κατσικάκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дрібничку, ласощі, дрібничка, дрібниця, дитина, дитя
κατσικάκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fëmijë, kec, fëmijë i, fëmijë të, kec si
κατσικάκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лайка, хлапе, дете, ли деца, детето, момче
κατσικάκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трошку, троху, дзіця
κατσικάκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
glassee, põngerjas, laps, poiss, lapsele, kid
κατσικάκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klinac, udaranje, dijete, mali, dječak, jare
κατσικάκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krakki, Kid, barn, strákurinn, strákur
κατσικάκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepilnametis, vaikas, paauglys, kid, vaikutis, ožiukų
κατσικάκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kazlēns, jauneklis, nepilngadīgais, bērns, mazulis, Kid, kazlēnu, Kazlēns
κατσικάκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
детето, дете, Кид, Kid, детски
κατσικάκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
copil, copilul, puști, puștiule, ied
κατσικάκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otrok, kid, fant, mali
κατσικάκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dieťa, deti
Στατιστικά δημοτικότητας: κατσικάκι
Τυχαίες λέξεις