Incomodar στα ελληνικά
Μετάφραση: incomodar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλούμαι, ενοχλώ, κωλυσιεργώ, κόπος, παρενοχλώ, παρακωλύω, σκοτίζομαι, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incluir στα ελληνικά - μάντρα, περίφραγμα, ενσωματώνω, περικλείω, εσώκλειστο, περίφραξη, περιλαμβάνω, ...
- inclusiva στα ελληνικά - εισόδημα, απολαβή, χωρίς αποκλεισμούς, αποκλεισμούς, inclusive, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένου
- incomparável στα ελληνικά - ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός, ταίρι, απαράμιλλη, ασύγκριτη, μη συμφωνημένα, ...
- incompleto στα ελληνικά - άβολος, ατελής, ελλιπή, ελλιπείς, ελλιπής, ατελή
Τυχαίες λέξεις
Incomodar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλούμαι, ενοχλώ, κωλυσιεργώ, κόπος, παρενοχλώ, παρακωλύω, σκοτίζομαι, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Μεταφράσεις: ενοχλούμαι, ενοχλώ, κωλυσιεργώ, κόπος, παρενοχλώ, παρακωλύω, σκοτίζομαι, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο