Inerte στα ελληνικά

Μετάφραση: inerte, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Inerte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indústria στα ελληνικά - εμπόριο, δουλειά, επιχείρηση, κατασκευάζω, επιτήδευμα, επενδύω, ρυτίδα, ...
  • inequívoco στα ελληνικά - σκέτο, προφανής, κάμπος, εμφανής, έκδηλος, σκέτος, φανερός, ...
  • inesperada στα ελληνικά - απροσδόκητα, απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη
  • inesperado στα ελληνικά - αιφνίδιος, μυτερός, οξυδερκής, κοφτερός, κοφτός, απροσδόκητος, απροσδόκητη, ...
Τυχαίες λέξεις
Inerte στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς