Λέξη: καύσιμα

Σχετικές λέξεις: καύσιμα

καύσιμα πυραύλων, καύσιμα αεροπλάνων, καύσιμα και τεχνολογίες προώθησης, καύσιμα πλοίων, καύσιμα χανίων, καύσιμα από θαλασσινό νερό, καύσιμα τιμές, καύσιμα στερεής βιομάζας, καύσιμα ρόδος, καύσιμα αυτοκινήτων

Συνώνυμα: καύσιμα

καύσιμα ύλη

Μεταφράσεις: καύσιμα

καύσιμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuel, fuels, combustible

καύσιμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
combustible, carburante, de combustible, combustibles, del combustible

καύσιμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
treibstoff, brennmaterial, brennstoff, kraftstoff, feuerungsmaterial, Kraftstoff, Brennstoff, Treibstoff

καύσιμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mazout, combustible, chauffage, carburant, combustibles, de carburant, essence

καύσιμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carburante, combustibile, di carburante, carburanti, del carburante

καύσιμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
combustíveis, combustível, de combustível, do combustível, combustível de

καύσιμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandstof, stookmateriaal, brandstoffen, brandstofverbruik, splijtstof, benzine

καύσιμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мазут, горючее, топливо, топливом, запасаться, топлива, топливного, топливный, топливных

καύσιμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brensel, drivstoff, brennstoff, drivstoffet

καύσιμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bränsle, bränslet, bränslen

καύσιμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
polttoaine, virike, polttoaineen, polttoainetta, polttoaineiden, polttoaineena

καύσιμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brændstof, brændsel, brændstoffer, brændstoffet

καύσιμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
palivo, hořlavina, paliva, palivové, palivového, palivem

καύσιμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opał, bunkier, paliwo, tankować, podsycić, podsycać, paliwowy, opałowy, paliwa

καύσιμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üzemanyag, tüzelőanyag, az üzemanyag

καύσιμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakıt, akaryakıt, yakıtı, fuel

καύσιμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паливо, пальне, палива, топливо

καύσιμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karburant, lëndë djegëse, karburantit, e karburantit, të karburantit

καύσιμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гориво, на гориво, горивото, горива

καύσιμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паліва

καύσιμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kütus, kütma, tankima, kütuse, kütust, kütusena, kütusega

καύσιμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gorivo, ogrjev, goriva, trošak, za gorivo, gorivom

καύσιμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldsneyti, eldsneytis, Eldsneytið

καύσιμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuras, kuro, degalų, degalai, kuro tipas

καύσιμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurināmais, degviela, degvielas, kurināmā, degvielu

καύσιμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гориво, за гориво, на гориво, горивото, горива

καύσιμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combustibil, de combustibil, carburant, combustibilului, de carburant

καύσιμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gorivo, goriva, za gorivo, gorivom

καύσιμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
palivo, paliva, palivá, palivom

Στατιστικά δημοτικότητας: καύσιμα

Τυχαίες λέξεις