Injectar στα ελληνικά
Μετάφραση: injectar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, εμφυσώ, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inimigo στα ελληνικά - αντιπολίτευση, αντίπαλος, αντίθεση, ενεργητικός, εχθρός, δραστήριος, εχθρό, ...
- ininterrupto στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκείας, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
- injecção στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- injuriar στα ελληνικά - δυσφημώ, βρίζω, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Injectar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, εμφυσώ, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει
Μεταφράσεις: εισάγω, εμφυσώ, ένεση, την ένεση, έγχυση, ενέσετε, εισφέρει