Λέξη: κηροζίνη
Σχετικές λέξεις: κηροζίνη
κηροζίνη τιμη λιτρου 2013, κηροζίνη θέρμανσης τιμές, κηροζίνη τιμη λιτρου 2012, κηροζίνη χυμα, κηροζίνη τιμη λιτρου 2014, κηροζίνη kerosun, κηροζίνη τιμες, κηροζίνη shell, κηροζίνη kerosun τιμες, κηροζίνη θέρμανσης, κηροζίνη τιμη
Μεταφράσεις: κηροζίνη
κηροζίνη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kerosene, kerosine, of kerosene, aviation fuel
κηροζίνη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
queroseno, keroseno, kerosene, el queroseno, de queroseno
κηροζίνη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
petroleum, kerosin, Kerosin, Petroleum
κηροζίνη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
kérosène, pétrole, le kérosène, du kérosène, de kérosène
κηροζίνη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cherosene, kerosene, di cherosene, il cherosene, del cherosene
κηροζίνη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querosene, semente, de querosene, o querosene, do querosene, querosene de
κηροζίνη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lampolie, kerosine, petroleum, van kerosine, op kerosine
κηροζίνη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
примус, керосин, керосина, керосиновый, керосиновая, керосином
κηροζίνη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parafin, kerosen, kerosin
κηροζίνη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fotogen, flygfotogen, kerosen
κηροζίνη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paloöljy, kerosiini, kerosiinia, kerosiinin, petroli, petrolin
κηροζίνη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
petroleum, kerosen, flybrændstof, kerosin
κηροζίνη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
petrolej, petroleje, kerosin, kerosen, petrolejka
κηροζίνη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kerosen, nafta, nafty, naftę, naftą, naftowa
κηροζίνη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lámpaolaj, kerozin, a kerozin, kerozint, petróleum, kerozinra
κηροζίνη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gazyağı, kerosen, gaz, kerosin, gaz yağı
κηροζίνη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ядра, гас, керосин
κηροζίνη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vajguri, vajgurit, me vajgur, vajgur, vajgurit te
κηροζίνη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
петрол, керосин, керосина, на керосина
κηροζίνη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
газа, газу, керасін
κηροζίνη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
petrooleum, petrooleumi, petrooli, lennukipetrooli, petrool
κηροζίνη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kerozin, kerozina, petrolej, petrolejska, petroleja
κηροζίνη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steinolíu, steinolía
κηροζίνη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žibalas, žibalo, žibalą, žibalui, žibalu
κηροζίνη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
petroleja, petrolejas, galīgajam patērētājam piegādā petroleju, petroleju, petrolejai
κηροζίνη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
керозин, керозинот, керозински, керозинот се
κηροζίνη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
petrol lampant, kerosen, kerosenului, kerosenul, a kerosenului
κηροζίνη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
petrolej, kerozin, kerozina, imajo kerozin, kerozinskega
κηροζίνη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
petrolej, kerozín, parafínový olej, spaľujúcich olej, petrolejom
Στατιστικά δημοτικότητας: κηροζίνη
Τυχαίες λέξεις