Inopinado στα ελληνικά
Μετάφραση: inopinado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτός, απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inocule στα ελληνικά - εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
- inoperante στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, εκτός λειτουργίας, ανενεργό, δεν λειτουργεί, αλυσιτελής
- inovar στα ελληνικά - εμβολιάζω, καινοτομούν, καινοτομία, καινοτομεί, καινοτομήσουν, καινοτομίες
- inovação στα ελληνικά - εφεύρεση, καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
Τυχαίες λέξεις
Inopinado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτός, απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη
Μεταφράσεις: κοφτός, απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη