Inspeccionar στα ελληνικά

Μετάφραση: inspeccionar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανασκόπηση, μελέτη, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, εξετάζω, έρευνα, έλεγχος, επιβλέπω, επιθεωρώ, εξουσιάζω, βλέπω, επαληθεύω, επιθεώρηση, σταματώ, εποπτεύω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Inspeccionar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • insistir στα ελληνικά - αϋπνία, επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
  • insolação στα ελληνικά - ηλιακής ακτινοβολίας, ηλιοφάνεια, ηλιακή ακτινοβολία, ηλιασμό, προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας
  • inspeccione στα ελληνικά - επιθεώρηση, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
  • inspector στα ελληνικά - ελεγκτής, επόπτης, επιθεωρητής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
Τυχαίες λέξεις
Inspeccionar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανασκόπηση, μελέτη, καρέ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, εξετάζω, έρευνα, έλεγχος, επιβλέπω, επιθεωρώ, εξουσιάζω, βλέπω, επαληθεύω, επιθεώρηση, σταματώ, εποπτεύω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε