Isca στα ελληνικά
Μετάφραση: isca, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- irrite στα ελληνικά - ενοχλώ, ενοχλήσει, Παρενοχλώ, ενοχλούν, ενοχλήσει τους, ενοχλούν τους
- irromper στα ελληνικά - ξεσπώ, ξέσπασμα, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
- islândia στα ελληνικά - Ισλανδία, Ισλανδίας, την Ισλανδία, της Ισλανδίας, η Ισλανδία
- isolado στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, μόνο, μοναχός, απόκοσμος, αποκλειστικά, πέλμα, γλώσσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Isca στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Μεταφράσεις: δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα