Negociar στα ελληνικά
Μετάφραση: negociar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
![Negociar στα ελληνικά Negociar στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-5485.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- negligência στα ελληνικά - αμελώ, αμέλεια, διαπραγματεύομαι, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
- negociante στα ελληνικά - έμπορας, έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
- negro στα ελληνικά - μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες
- negue στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Τυχαίες λέξεις
Negociar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
Μεταφράσεις: διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται