Negociar στα ελληνικά

Μετάφραση: negociar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
Negociar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • negligência στα ελληνικά - αμελώ, αμέλεια, διαπραγματεύομαι, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
  • negociante στα ελληνικά - έμπορας, έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
  • negro στα ελληνικά - μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες
  • negue στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Τυχαίες λέξεις
Negociar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται