Λέξη: ειδυλλιακός
Σχετικές λέξεις: ειδυλλιακός
ειδυλλιακός συνώνυμο, ειδυλλιακός συνόνυμα, ειδυλλιακός λεξικο
Μεταφράσεις: ειδυλλιακός
ειδυλλιακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
idyllic, mesmerizing
ειδυλλιακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
idílico, idílica
ειδυλλιακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
idyllisch, idyllischen, idyllische, idyllischer, idyllisches
ειδυλλιακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
idyllique, idylliques, cadre idyllique, idyllique de
ειδυλλιακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
idillico, idilliaco, idilliaca, idillica
ειδυλλιακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idílico, idílica, idyllic, idílicas
ειδυλλιακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idyllisch, idyllische, een idyllische
ειδυλλιακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
идиллический, идиллической, идиллически, идиллическом, идиллическая
ειδυλλιακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
idylliske, idyllisk
ειδυλλιακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
idyllisk, idylliskt, idylliska, idyll
ειδυλλιακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
idyllinen, idyllisessä, idyllisellä, idyllisen, idylliseen
ειδυλλιακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
idyllisk, idylliske
ειδυλλιακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
idylický, idylické, idylickém, Na idylickém, idylická
ειδυλλιακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sielski, idylliczny, sielankowy, bajecznej, w bajecznej
ειδυλλιακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idillikus, idilli, idillikusabb, az idilli
ειδυλλιακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pastoral, idyllic, cennet gibi, pastoral bir, cennet
ειδυλλιακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ідилічний, ідилічне, ідилічною
ειδυλλιακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
idilik, idilike
ειδυλλιακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идиличен, идилично, идилична, идиличния, идиличното
ειδυλλιακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ідылічны
ειδυλλιακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
idülliline, idüllilises, idüllilise, idüllilist, idüllilisi
ειδυλλιακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
idiličnost, idiličan, idilično, idiličnom, idilična, idilični
ειδυλλιακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
IDYLLIC, Gengið er framhjá
ειδυλλιακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
idiliškas, Idyllic, idiliška, idilišką, idiliškoje
ειδυλλιακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
idilisks, idilliskā, idilliska, idillisko, idillisks
ειδυλλιακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идилична, идиличен, идилични, идиличната, идилично
ειδυλλιακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
idilic, idilică, idilice, idilica
ειδυλλιακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
idilična, idilično, idiličen, idilični, idiličnem
ειδυλλιακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
idylický, idylické
Τυχαίες λέξεις