Ora στα ελληνικά

Μετάφραση: ora, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
Ora στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opção στα ελληνικά - ή, επιλογή, δυνατότητα, την επιλογή, η επιλογή, επιλογής
  • opúsculo στα ελληνικά - βιβλιαράκι, φυλλάδιο, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου
  • oral στα ελληνικά - πορτοκάλι, του στόματος, από το στόμα, στόματος, προφορική, στοματική
  • orar στα ελληνικά - προσεύχομαι, προσευχή, Προσευχήσου, προσεύχονται, προσευχηθείτε, προσεύχεστε
Τυχαίες λέξεις
Ora στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα