Originalmente στα ελληνικά

Μετάφραση: originalmente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέρχομαι, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
Originalmente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • origem στα ελληνικά - έναρξη, αρχή, προέλευση, ρίζα, πηγή, πηγής, κώδικα, ...
  • original στα ελληνικά - κύριος, μοναδικός, μετρ, γνήσιος, πρωτότυπος, σκύλος, αφέντης, ...
  • originar στα ελληνικά - προέρχομαι, ταλαντώνομαι, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
  • origine στα ελληνικά - ταλαντώνομαι, προέρχομαι, Προέλευσης, Προελεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Originalmente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέρχομαι, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά