Λέξη: μπακάλης
Σχετικές λέξεις: μπακάλης
μπακάλης ευστάθιος, μπακάλης κωνσταντίνος, μπακάλης φορολογία δικηγόρων, μπακάλης νικόλαος, μπακάλης θεόδωρος, μπακάλης βαγγέλης, μπακάλης δημήτρης, μπακάλης χρήστος, μπακάλησ κώστασ, μπακάλης μπάμπης
Συνώνυμα: μπακάλης
παντοπώλης
Μεταφράσεις: μπακάλης
μπακάλης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grocer, Bakalis, shopkeeper, Mpakalis
μπακάλης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abacero, tendero, almacenero, ultramarinos, tienda de comestibles, especiero
μπακάλης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krämer, lebensmittelhändler, kolonialwarenhändler, Lebensmittelhändler, Krämer, Lebensmittel, Krämerladen
μπακάλης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marchand, épicier, épicerie, l'épicier
μπακάλης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
droghiere, drogheria, alimentari, grocer, fruttivendolo
μπακάλης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
merceeiro, mercearia, grocer, quitandeiro, vendeiro
μπακάλης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruidenier, kruidenierswinkel, grocer, kruidenierszaak, groenteboer
μπακάλης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бакалейщик, бакалейщика, бакалейщиком, лавочник, бакалейной
μπακάλης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøpmann, dagligvarebutikk, butikk, kolonial, dagligvare
μπακάλης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
specerihandlare, grocer, inköp, groceren, livsmedelsbutik
μπακάλης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokakauppias, sekatavarakauppias, grocer, elintarvikekauppias, ruokakaupoista, sekatavarakauppa
μπακάλης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
købmand, købmanden, købmandsgård, købmandens
μπακάλης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kupec, obchodník se smíšeným zbožím, obchod s potravinami, koloniál, hokynář
μπακάλης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzedawca, sklepikarz, właściciel sklepu spożywczego, grocer, sklep spożywczy, sklepu spożywczego
μπακάλης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szatócs, fűszeres, zöldséges, élelmiszerbolt, fűszerkereskedő
μπακάλης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakkal, grocer, manav, bir bakkal, bakkalın
μπακάλης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бакалейщик, бакалійник
μπακάλης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bakall, shitës ushqimesh, shitësi i
μπακάλης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бакалин, търговеца, хранителни стоки, бакалина, бакалия
μπακάλης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бакалейшчыка
μπακάλης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vürtspoodnik, kaupmees, toidupoes, Kaberneeme, poodnik
μπακάλης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trgovac mješovitom robom, mješovitom robom, Trgo- vac, Trgovac, mješovita roba
μπακάλης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grocer
μπακάλης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daržovininkas, bakalėjininkas, parduotuvė Maisto, su produktais, Parduotuvės savininkas maisto
μπακάλης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grocer
μπακάλης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колонијалната продавница, бакалин, бакалот
μπακάλης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
băcan, băcănie, băcanul, magazin alimentar, bacan
μπακάλης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trgovec, Mješovita blago, trgovec mešani z blagom
μπακάλης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obchodník, obchodníka, podnikateľ