Λέξη: επίκαιρος

Σχετικές λέξεις: επίκαιρος

επίκαιρος translation, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιρος συνώνυμα, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος αντώνυμο, επίκαιρος στα αγγλικά, επίκαιρος dictionary

Συνώνυμα: επίκαιρος

έγκαιρος, θέματος, τοπικός, καίριος

Μεταφράσεις: επίκαιρος

επίκαιρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
opportune, topical, timely, apropos, seasonable

επίκαιρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oportuno, actual, temático, tópica, tópico, actualidad

επίκαιρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
günstig, opportun, passend, rechtzeitig, aktuell, topisch, topische, topischen, aktuelle

επίκαιρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utile, pertinent, adéquat, sortable, opportun, approprié, propice, favorable, convenable, topique, actualité, d'actualité, locale, topiques

επίκαιρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conveniente, opportuno, attuale, attualità, topico, topica, d'attualità

επίκαιρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cómodo, propício, tópico, tópica, t�ica, tópicos, actualidade

επίκαιρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geschikt, gemakkelijk, passend, gepast, doelmatig, actueel, actuele, topische, topicale, lokale

επίκαιρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подходящий, уместный, способствующий, своевременный, благоприятный, актуальный, актуальным, актуальной, актуальна, актуально

επίκαιρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beleilig, høvelig, aktuell, topisk, aktuelle, lokal, topikal

επίκαιρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läglig, topisk, aktuell, aktuella, lokal, topikal

επίκαιρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otollinen, mieleinen, sopiva, ajankohtainen, ajankohtaisista, ajankohtaisia, paikallisesti, ajankohtaista

επίκαιρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktuel, aktuelt, topisk, aktuelle, lokal

επίκαιρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
včasný, vhodný, aktuální, lokální, topické, topická, lokálně

επίκαιρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomyślny, dogodny, właściwy, stosowny, odpowiedni, aktualny, miejscowy, tematyczny, miejscowego, miejscowe

επίκαιρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyi, aktuális, topikális, lokális, helyileg

επίκαιρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güncel, lokal, topikal, topik

επίκαιρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприятливий, актуальний, актуальне, життєвий, життєвого, життєвої

επίκαιρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ditës, aktuale, ditës, tematik, e ditës

επίκαιρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
актуален, локален, достъпна, е достъпна, локално

επίκαιρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актуальны, актуальнае, актуальный, жыццёвы, актуальная

επίκαιρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigeaegne, kohane, aktuaalne, paikseks, paikse, paikselt, paikne

επίκαιρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravovremen, prikladan, povoljan, podesan, mjesni, tematski, aktualna, tematska, Topikalna

επίκαιρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið

επίκαιρος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opportunus

επίκαιρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai

επίκαιρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktuāls, aktuāla, aktuāli, aktuālas, aktuālu

επίκαιρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тематски, Речникот, актуелни, актуелна, локална

επίκαιρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
topic, topică, actualitate, locală, de actualitate

επίκαιρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktualno, aktualna, aktualen, aktualni, Topična

επίκαιρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vhodný, aktuálne, aktuálny, Aktuálna, aktuálnej, aktuálnu
Τυχαίες λέξεις