Parcial στα ελληνικά

Μετάφραση: parcial, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
Parcial στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • parcela στα ελληνικά - εξάρτημα, μερίδα, χωρίζω, συστατικός, μερίδιο, τμήμα, τμήματος, ...
  • parceria στα ελληνικά - σχέση, συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, συνεργασία, εταιρική
  • parcialmente στα ελληνικά - εν μέρει, μερικώς, μέρει, μερική
  • parco στα ελληνικά - ξεμέθυστος, νηφάλιος, λιτός, φειδωλός, εγκρατής, φειδωλοί, οικονομικότερη, ...
Τυχαίες λέξεις
Parcial στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική