Μερικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μερικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alguma, cerca, algumas, alguém, aproximadamente, dividir, parte, somália, peça, partir, alguns, algum, parcial, parciais, parcialmente, parcial de
Μερικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερικός

μερικός αγωνιστής, μερικός συντελεστής συσχέτισης, μερικός αλφισμός, μερικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μερικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μεριά στα πορτογαλικά - lado, vertente, banda, declives, flanco, rampa, costado, ...
  • μερικοί στα πορτογαλικά - alguma, algum, alguns, alguém, aproximadamente, somália, algumas, ...
  • μερικώς στα πορτογαλικά - divisória, parcialmente, em parte, parte
  • μερσίνη στα πορτογαλικά - Mersin, de Mersin
Τυχαίες λέξεις
Μερικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alguma, cerca, algumas, alguém, aproximadamente, dividir, parte, somália, peça, partir, alguns, algum, parcial, parciais, parcialmente, parcial de