Portar στα ελληνικά

Μετάφραση: portar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Portar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • porta στα ελληνικά - τεύχος, διέξοδος, θύρα, πύλη, θέμα, αυλόπορτα, έξοδος, ...
  • portanto στα ελληνικά - μουσκεύω, τόσο, έτσι, άραγε, εμποτίζω, ως εκ τούτου, επομένως
  • portaria στα ελληνικά - κανονισμός, ρύθμιση, υπαγορεύω, διάταξη, διάταγμα, διάταγμα για, διατάγματος για τις, ...
  • porte στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, ταχυδρομικά τέλη, γραμματόσημα, ταχυδρομικών τελών, τα ταχυδρομικά τέλη, ταχυδρομικά
Τυχαίες λέξεις
Portar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν