Κουβαλώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κουβαλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
portar, carro, transportar, caminhão, levar, carregar, carroça, realizar, proceder
Κουβαλώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουβαλώ

κουβαλώ συνώνυμα, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κουβαλώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κουβέντα στα πορτογαλικά - grulhar, parolas, bate-papo, tagarelar, palrar, conversa, conversação, ...
  • κουβέρτα στα πορτογαλικά - coberta, cobertor, colcha, manta, cobertura, cobertor de, manto
  • κουβεντιάζω στα πορτογαλικά - bate-papo, palrar, grulhar, parolas, tagarelar, lengalenga, Spiel, ...
  • κουδουνίζω στα πορτογαλικά - racionalizar, chocalho, tinir, de tinir, do jingle, tilintar, jingles
Τυχαίες λέξεις
Κουβαλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: portar, carro, transportar, caminhão, levar, carregar, carroça, realizar, proceder