Poucos στα ελληνικά
Μετάφραση: poucos, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγα, λίγες, λίγοι, λιγοστός, μερικά, μερικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- potência στα ελληνικά - εξουσία, κύρος, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ
- pouco στα ελληνικά - λίγο, ζωντανός, μένω, μικρός, μικρό κομμάτι, λίγη, λίγο πιο, ...
- poupanças στα ελληνικά - αποταμίευση, οικονομία, οικονομίες, εξοικονόμηση, αποταμιεύσεις, εξοικονομήσεις
- poupar στα ελληνικά - διάσωση, διασώζω, κρατώ, αποταμιεύω, εκτός, κατακρατώ, αποφεύγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Poucos στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγα, λίγες, λίγοι, λιγοστός, μερικά, μερικές
Μεταφράσεις: λίγα, λίγες, λίγοι, λιγοστός, μερικά, μερικές