Ríspido στα ελληνικά
Μετάφραση: ríspido, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- réu στα ελληνικά - κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
- rígido στα ελληνικά - στεφάνη, άτεγκτος, αλύγιστος, αυστηρός, άκαμπτος, δριμύς, ισχυρός, ...
- rítmico στα ελληνικά - πλευρό, ρυθμικός, ρυθμική, ρυθμικό, ρυθμικά, ρυθμικές
- sabedoria στα ελληνικά - σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, φρόνιμος, σοφός, συνετός, σοφίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Ríspido στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες
Μεταφράσεις: οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, αιφνίδιος, κατσούφης, οργίλος, δύστροπο, στριμμένος, κατσούφηδες