Λέξη: χελιδόνι
Σχετικές λέξεις: χελιδόνι
χελιδόνι συμβολισμός, χελιδόνι πατρόν, χελιδόνι πέταξε, χελιδόνι νηπιαγωγείο, χελιδόνι κατασκευή, χελιδόνι ηλείας, χελιδόνι ποίημα, χελιδόνι αγγλικά, χελιδόνι μου γοργό, χελιδόνι χαλάνδρι
Συνώνυμα: χελιδόνι
μικρό χελιδόνι, πετροχελίδονο, χελιδών
Μεταφράσεις: χελιδόνι
χελιδόνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
swallow, martin, a swallow, swallow is
χελιδόνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sorbo, sorber, andorina, golondrina, comerse, tragar, deglutir, tragarse, trague, de tragar, tragar las
χελιδόνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlucken, schwalbe, zurücknehmen, Schwalbe, verschlucken, zu schlucken, verschlingen
χελιδόνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gorgée, manger, empiffrer, trait, engloutir, avalons, déglutir, lampée, décommander, hoquet, révoquer, avalent, dévorer, hirondelle, engouffrer, avaler, avaler des, l'avaler, d'avaler
χελιδόνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingollare, rondine, deglutire, inghiottire, trangugiare, ingoiare, divorare, ingerire
χελιδόνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tragar, sutura, animal, andorinha, suturar, engolir, engula, engoli, engolem
χελιδόνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorslikken, zwaluw, inslikken, slikken, te slikken
χελιδόνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глотание, глотать, глотка, глотнуть, проглатывать, поглощать, наглотаться, касатка, поглотить, ласточка, стерпеть, глоток, заглатывать, проглотить, проглотит
χελιδόνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svale, slurk, svelge, svelger, å svelge, svelges, sluke
χελιδόνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svälja, sluka, sväljer, svälj, svala, svalan
χελιδόνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
niellä, hotkaista, siemaus, pääskynen, nielu, nielemään, niele, swallow, nielaista
χελιδόνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svale, sluge, synke, at sluge, sluger, at synke
χελιδόνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolykat, spolknout, hlt, zhltnout, polknout, polykat, hltat, odvolat, vlaštovka, polykání
χελιδόνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przełykać, wchłaniać, przezwyciężać, łykać, jaskółka, przełknąć, pochłaniać, połykać, łyk, odwoływać, połknąć
χελιδόνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyelés, falat, fecske, lenyelés, nyel, lenyelni, nyelni, nyelje le
χελιδόνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırlangıç, yutmak, yutma, yut, yutmaya
χελιδόνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пелька, ковтати, проковтувати, ковток, глотка, пити
χελιδόνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kullufit, gëlltitje, gëlltisë, gëlltitni, përtypë, gëlltit
χελιδόνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лястовица, гълтане, преглъщам, преглътне, преглъщат
χελιδόνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ластаука, глынаць, глытаць, глытаў
χελιδόνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pääsuke, neelama, neelata, alla neelata, neelake, alla neelama
χελιδόνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lastavica, trpjeti, zalogaj, lasta, progutati, proguta, gutati, gutanje
χελιδόνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleypa, kingja, kyngja, gleypt, gleypir, að gleypa
χελιδόνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ryti, kregždė, nuryti, praryti, nurykite
χελιδόνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīt, bezdelīga, norīt, norijiet, jānorij
χελιδόνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
голтне, голтаат, проголта, се проголта, ги проголта
χελιδόνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rândunică, înghiți, înghită, înghițiți, inghiti, inghita
χελιδόνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lastovka, pogoltniti, požirati, pogoltnejo, pogoltnili, pogoltnil
χελιδόνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prehĺtať, prehltnúť, hltať, prehĺtajú
Στατιστικά δημοτικότητας: χελιδόνι
Τυχαίες λέξεις