Trabalhosamente στα ελληνικά

Μετάφραση: trabalhosamente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργάζομαι, κοπιάζω, εργασία, επίπονα, κόπο, με κόπο, με δυσκολία, με προσπάθεια
Trabalhosamente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • trabalhar στα ελληνικά - δουλειά, εργάζομαι, δουλεύω, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
  • trabalho στα ελληνικά - μόχθος, εργάζομαι, δουλειά, τουαλέτα, κόπος, κοπιάζω, εργασία, ...
  • trabalhoso στα ελληνικά - τίτλος, κοπιαστικός, πολύμοχθος, κοπιώδης, επίπονος, επίπονο, επίπονη, ...
  • tractor στα ελληνικά - επάγγελμα, εμπόριο, επιτήδευμα, τρακτέρ, ελκυστήρα, ελκυστήρας, ελκυστήρων, ...
Τυχαίες λέξεις
Trabalhosamente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργάζομαι, κοπιάζω, εργασία, επίπονα, κόπο, με κόπο, με δυσκολία, με προσπάθεια