Διανοούμενος στα αγγλικά
Μετάφραση: διανοούμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intellectual, highbrow, egghead, scholar, an intellectual
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διανοούμενος
highbrow
- διανοούμενος
- διανοούμενος
- νοερός
- διανοητικός
Σχετικές λέξεις: διανοούμενος
διανοούμενος ορισμος, διανοούμενος συνθετικα, διανοούμενος ανθρωπος, διανοούμενος αγγλικα, διανοούμενος συνώνυμο, διανοούμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, διανοούμενος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διανομή στα αγγλικά - distribution, assignation, delivery, allocation, distribution of, distribute
- διανοούμενοι στα αγγλικά - intelligentsia, intellectuals, scholars, thinkers, intellectuals are
- διανύω στα αγγλικά - be, traveled, travels, elapsing, walked, undergoing
- διαπεραστικός στα αγγλικά - shrill, piercing, penetrative, penetrating, penetrable
Τυχαίες λέξεις
Διανοούμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: intellectual, highbrow, egghead, scholar, an intellectual
Μεταφράσεις: intellectual, highbrow, egghead, scholar, an intellectual