Λέξη: σουφρώνω
Σχετικές λέξεις: σουφρώνω
σουφρώνω τα χείλη
Συνώνυμα: σουφρώνω
σγουραίνω, σγουρώνω, κατσαρώνω, χοροπηδώ, σκιρτώ, παιχνιδίζω, κάμνω σωματικήν έρευναν, κάνω σωματική έρευνα, ψήνω αυγά με γάλα, κτυπώ γερά, χτυπώ γερά, χτυπώ δυνατά, κτυπώ δυνατά, κλέπτω, κλέπτω μικρά πράγματα, πτύσσω, ζαρώνω
Μεταφράσεις: σουφρώνω
σουφρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nab, swipe, pilfer, frisk, pucker, nobble
σουφρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atrapar, golpe fuerte, golpe, deslizar, magnética, deslizamiento
σουφρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnappen, festnehmen, verhaften, Streichen, Swipe, Schlag, Durchzugs
σουφρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saisir, attraper, prendre, happer, swipe, coup, glisser, glissement, Glissez
σουφρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpire, rubare, colpo, magnetica, strisciamento
σουφρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balanceiro, pancada forte, roubar, furto, golpe
σουφρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wip, slag, Swipe, vegen, veeg
σουφρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
арестовать, украсть, стащить, поймать, хапать, красть, салфетки, Размах, Swipe, проведите
σουφρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fakke, swipe, sveip, dra, sveiper
σουφρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
swipe, slägga, svepa, linje, svep
σουφρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siepata, napata, pyyhkäisemällä, pyyhkäise, huitaista, pyyhkäisyä
σουφρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knalde, swipe, smudsafvisende, skubbe, skub
σουφρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zadržet, čapnout, chňapnout, sebrat, načapat, nachytat, výpad, úder, rána, švihnout, swipe
σουφρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwędzić, przydybać, zaaresztować, trzepnąć, machnięcia, swipe, bezstykowa, przesuń palcem
σουφρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sziklacsúcs, elcsór, elcsen, ellop, Swipe, átmenet két kép
σουφρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tokatlamak, manyetik, geçirmek, okutma, çalmak
σουφρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спіймайте, украсти, стягнути, вкрасти, піймати, красти, крастимуть, крастиме
σουφρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje e fortë, shpullë, godit fort
σουφρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неточен удар, силен удар, тласнете, Тласък За, прекарване на пръст
σουφρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
красці, красьці, скрасці, скрадаць
σουφρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaevukook, Huitaisu, liikuge sõrme ekraanil libistades, libistage sõrme ekraanil, libistage sõrmega
σουφρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukrasti, snažan udarac, swipe, prijeđite prstom, Povlačenje prstima
σουφρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
högg, Strjúka, Strjúktu, Strjúktu til, að strjúka
σουφρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nudžiauti, trenkti, suduoti, pavogti, servetėlės
σουφρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zvēliens, sist, pārvelciet, Swipe
σουφρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удар, свап, бришење, од свап
σουφρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bețivan, glisați, lovitură, Treceți rapid cu degetul, treceți
σουφρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žebrat, swipe, Močan, Poteg, ukrasti, Podrsajte
σουφρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výpad, výpady
Τυχαίες λέξεις