Vácuo στα ελληνικά

Μετάφραση: vácuo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, παραβγαίνω, κενό, μιμούμαι, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
Vácuo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vulnerar στα ελληνικά - χτυπώ, πονώ, βλαβερός, τραύμα, τραυματισμός, πληγώνω, τραυματίζω, ...
  • vá στα ελληνικά - πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
  • válido στα ελληνικά - κυρώνω, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
  • válvula στα ελληνικά - φορτηγάκι, σωλήνας, βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
Τυχαίες λέξεις
Vácuo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, παραβγαίνω, κενό, μιμούμαι, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για