Împărţire στα ελληνικά
Μετάφραση: împărţire, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαίρεση, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις
- împrejurimi στα ελληνικά - περίχωρα, πλαισίωση, περικυκλώνω, πλαισιώνω, περιβάλλον, γύρω περιοχή, γύρω, ...
- împărat στα ελληνικά - αυτοκράτορας, αυτοκράτορα, τον αυτοκράτορα, αυτοκράτωρ, ο αυτοκράτορας
- în στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε, στο, στην, στη, στον
- înalt στα ελληνικά - καμαρωτός, υπερόπτης, μεγαλειώδης, περήφανος, μεγαλοπρεπής, ψηλός, υψηλός, ...
Τυχαίες λέξεις
Împărţire στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαίρεση, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις: διαίρεση, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό