Λέξη: κοινά

Σχετικές λέξεις: κοινά

κοινά πολλαπλάσια εκπ, κοινά ορθογραφικά λάθη, κοινά παπαγαλάκια - budgerigar, κοινά αγαθά, κοινά ελληνικά ονόματα, κοινά πολλαπλάσια, κοινά στοιχεία θρησκειών, κοινά ταμεία εισπράξεων λεωφορείων, κοινά και κύρια ουσιαστικά, κοινά ονόματα

Συνώνυμα: κοινά

πολλοί, κάτω βουλή, απλός λαός, αστοί, πολιτική

Μεταφράσεις: κοινά

κοινά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commonly, commons, common, joint, in common

κοινά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
los comunes, Commons, comunes, bienes comunes, comunales

κοινά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinsam, gewöhnlich, Unterhaus, Mensa, commons, Allmende, Gemeingüter

κοινά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couramment, communément, ordinairement, Chambre des communes, les communes, communes, Commons, communs

κοινά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abitualmente, popolo, Commons, scorta, comuni, beni comuni

κοινά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
commons, comuns, bens comuns, terras comuns, bem comum

κοινά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen

κοινά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обычно, обыкновенно, дешево, плохо, просто, простой народ, фонда, Commons, обыкновенные, достояние

κοινά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
commons, allmenningene, allmenningen, allmenninger

κοινά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanligt, commons, allmänningar, samfälligheter, allmänning

κοινά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavallisesti, ylipäätään, alahuone, Commons, Commonsista, Commonsissa, yhteismaan

κοινά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Commons, overdrev, fælleder, Underhuset

κοινά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obvykle, obyčejně, prostý lid, Commons, společenské, rekreačně, sněmovna

κοινά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potocznie, średnio, zwykle, lud, fotografia, świetlicy, commons, co wspólne

κοινά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
köznép, Commons, közös, közvagyon, közjavak

κοινά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
avam, commons, Commons'da, the Commons, müştereklerin

κοινά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загально, дешево, погано, звичайно, просто, простий народ, простий люд, простолюд

κοινά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tokë e bashkësisë, dhoma e përfaqësuesve, zakonshmit, commons, të zakonshmit

κοινά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
третото съсловие, провизии, народът, Комънс, Commons

κοινά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
просты, простай, простае, прастой

κοινά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavapäraselt, tavaliselt, lihtkodanikud, Commons, Commonsi, Commonsis, ühiskasutusega

κοινά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opće, obično, zajednički, Commons, zajednička, zajednička dobra, zajedničko, Zajedni ~ ka dobra

κοινά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almenningar, Commons, almenningar í, eru almenningar, almenningssvæði

κοινά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
commons, bendrybių, Kopgalds

κοινά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kopgalds, koptelpas, commons, komūnas, Vikipēdija

κοινά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
комонс, заедништвото, Долниот дом, Commons, заеднички содржини

κοινά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
starea a treia, Commons, Comunelor, bunuri comune, bunurilor comune

κοινά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
commons, javne dobrine, dobrine, Commons Priznanje

κοινά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obvykle, prostý, jednoduchý, bez, obyčajný, bez výskytu

Στατιστικά δημοτικότητας: κοινά

Τυχαίες λέξεις