Încălzire στα ελληνικά
Μετάφραση: încălzire, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, ζέσταμα, ζεσταθεί, προθέρμανση, προθέρμανσης, προθερμανθεί
Μεταφράσεις
- încredere στα ελληνικά - εξουσία, κύρος, εμπιστοσύνη, αυθεντία, διαβεβαίωση, σιγουριά, εχεμύθεια, ...
- încântător στα ελληνικά - ευφρόσυνος, τερπνός, νόστιμος, ευχάριστος, ευχάριστο, απολαυστικό, ευχάριστη, ...
- încăpăţânare στα ελληνικά - πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, πείσματος
- încăpăţânat στα ελληνικά - ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Τυχαίες λέξεις
Încălzire στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, ζέσταμα, ζεσταθεί, προθέρμανση, προθέρμανσης, προθερμανθεί
Μεταφράσεις: ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, ζέσταμα, ζεσταθεί, προθέρμανση, προθέρμανσης, προθερμανθεί